- θυμοραιστής
- θῡμοραϊστής , θυμοραιστήςlife-destroyingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυμοραϊστής — θυμοραϊστής, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοραϊστής θάνατος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + ραϊστής (< ραίω «σπάζω, καταστρέφω»), πρβλ. κυνο ραϊστής, λυκο ραϊστής] … Dictionary of Greek
ТАНАТОС — • Θάνατος, Mors, олицетворение смерти. У Гомера бог смерти не имеет еще определенной формы. Чаще всего смерть называется θάνατος; к этому названию иногда прибавляются определения, так, напр., для выражения смерти как естественного… … Реальный словарь классических древностей
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
ραίω — Α (ποιητ. τ.) 1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.) 2. προκαλώ ναυάγιο 3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω 4. παθ. ῥαίομαι καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι 5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος ναυαγός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
θυμοραισταί — θῡμοραϊσταί , θυμοραιστής life destroying masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοραιστέων — θῡμοραϊστέων , θυμοραιστής life destroying masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοραιστήν — θῡμοραϊστήν , θυμοραιστής life destroying masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)